Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακορίζικος η κακορίζικη το κακορίζικο
      γενική του κακορίζικου της κακορίζικης του κακορίζικου
    αιτιατική τον κακορίζικο την κακορίζικη το κακορίζικο
     κλητική κακορίζικε κακορίζικη κακορίζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακορίζικοι οι κακορίζικες τα κακορίζικα
      γενική των κακορίζικων των κακορίζικων των κακορίζικων
    αιτιατική τους κακορίζικους τις κακορίζικες τα κακορίζικα
     κλητική κακορίζικοι κακορίζικες κακορίζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακορίζικος < μεσαιωνική ελληνική κακορίζικος < κακο- + ριζικ(ό) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

κακορίζικος, -η, -ο

  1. (οικείο) κακομοίρης
  2. (οικείο) κακότυχος
  3. (οικείο) κακοφτιαγμένος
  4. (οικείο) δύστροπος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία