Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθικετεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθικετεύω < (κατά) καθ- + ἱκετεύω < ἱκέτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.θi.ceˈte.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θι‐κε‐τεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

καθικετεύω, αόρ.: καθικέτευσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Πηγές επεξεργασία




Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθικετεύω < (κατά) καθ- + ἱκετεύω < ἱκέτης < ἱκνέομαι < ἵκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seik-[1]

  Ρήμα επεξεργασία

καθικετεύω

  Πηγές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.