Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θέρμη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θέρμη θηλυκό

  1. ο ζήλος για κάτι, η συναισθηματική ένταση που συνοδεύει μια ενέργεια που ενδιαφέρει πολύ το υποκείμενο
  2. ο πυρετός, ιδιαίτερα ο πυρετός της ελονοσίας
  3. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη θέρμες

  Μεταφράσεις επεξεργασία