Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
καγιάκ

  Ετυμολογία επεξεργασία

καγιάκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική kayak < γλώσσα του δυτικού Καναδα ινουκτιτούτ ᖃᔭᖅ (qajaq)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καγιάκ ουδέτερο άκλιτο

  • μικρό σκάφος με θέσεις για έναν ή δύο κωπηλάτες οι οποίοι κωπηλατούν καθιστοί με διπλό κουπί

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία