Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

kayak (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λέξη των Ινουίτ (κατοίκων της Γροιλανδίας).

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
kayak kayaks

kayak (fr), kayac αρσενικό