ινουκτιτούτ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ινουκτιτούτ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο
- (γλώσσα) μία από τις τέσσερις μεγάλες γλώσσες των Ίνουιτ, μιλιέται στο Κεμπέκ και στο Νούβανουτ (ανατολικός καναδικός Βορράς)