καβαλιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καβαλιστικός < γαλλική cabalistique < cabale + -isme < μεσαιωνική λατινική cabbala < εβραϊκή קבלה (kabalá)
Επίθετο επεξεργασία
καβαλιστικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον καβαλισμό
- (μεταφορικά) που δεν μπορεί να κατανοηθεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- καβαλιστικά
- καβαλιστικώς
- → δείτε τη λέξη καβαλισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
καβαλιστικός
|