καβαλιστικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καβαλιστικώς < καβαλιστικός + -ώς
Επίρρημα επεξεργασία
καβαλιστικώς
- (λόγιο) με τον τρόπο των καβαλιστών
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καβαλιστικώς
|
καβαλιστικώς
|