Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κήνσορας οι κήνσορες
      γενική του κήνσορα των κηνσόρων
    αιτιατική τον κήνσορα τους κήνσορες
     κλητική κήνσορα κήνσορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κήνσορας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κήνσωρ από την αιτιατική τὸν κήνσορα[1] < λατινική censor < censeo < πρωτοϊταλική *kensēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱn̥s-é-ti / *ḱn̥s-eyé-ti < *ḱens- (αναγγέλλω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /cin.so.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κήν‐σο‐ρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κήνσορας αρσενικό

  1. (ιστορία) αξιωματούχος της αρχαίας ρωμαϊκής πολιτείας με καθήκον την εκτίμηση της περιουσίας των Ρωμαίων πολιτών, η μίσθωση των δημοσίων προσόδων και ο ηθικός έλεγχος των πολιτών
  2. (μεταφορικά, λόγιο) ηθικολόγος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία