Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

censor (en)



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

censor < censeo < πρωτοϊταλική *kensēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱn̥s-é-ti / *ḱn̥s-eyé-ti < *ḱens- (αναγγέλλω)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ελληνιστική κοινή: κήνσωρ

  Πηγές επεξεργασία