ιώδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
|
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιώδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική iode < αρχαία ελληνική ἰώδης < ἴον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈo.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ώ‐δι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιώδιο | τα | ιώδια |
γενική | του | ιωδίου & ιώδιου |
των | ιωδίων |
αιτιατική | το | ιώδιο | τα | ιώδια |
κλητική | ιώδιο | ιώδια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ιώδιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο, που ανήκει στα αλογόνα, με ατομικό αριθμό 53 και χημικό σύμβολο το I
- βάμμα ιωδίου: (φαρμακευτική) φαρμακευτικό παρασκεύασμα που υπάρχει συνήθως σε κουτί πρώτων βοηθειών
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ίο
Σύνθετα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ιώδιο στη Βικιπαίδεια