Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι πρώτες βοήθειες
      γενική των πρώτων βοηθειών
    αιτιατική τις πρώτες βοήθειες
     κλητική πρώτες βοήθειες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρώτες βοήθειες < → δείτε τις λέξεις πρώτος και βοήθεια• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
 
Κουτί πρώτων βοηθειών.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.tes voˈi.θi.es/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

πρώτες βοήθειες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία