υδροϊώδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδροϊώδιο ουδέτερο
- ανόργανη διατομική χημική ένωση, που περιέχει υδρογόνο και ιώδιο, με χημικό τύπο HI
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδροϊώδιο
|
υδροϊώδιο ουδέτερο
|