θωρακικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θωρακικός < θώρακ(ας) + -ικός. Διαφορετική η ελληνιστική λέξη θωρακικός (που πάσχει στο θώρακα)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θo.ɾa.ciˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θω‐ρα‐κι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
θωρακικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη θώρακας
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ θωρακικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
θωρακικός, -ή, -όν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη θώραξ
Πηγές επεξεργασία
- θωρακικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θωρακικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.