θερμοβαρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμοβαρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thermobaric < αρχαία ελληνική θερμο- + βαρ- βαρύς + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θer.mo.va.riˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐βα‐ρι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
θερμοβαρικός
- (στρατιωτικός όρος, νεολογισμός) που αφορά όπλο / βόμβα που χρησιμοποιεί οξυγόνο από τον περιβάλλοντα αέρα, για να δημιουργήσει έκρηξη υψηλής θερμοκρασίας και τεράστιο ωστικό κύμα
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμοβαρικός