Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοφιλής η θεοφιλής το θεοφιλές
      γενική του θεοφιλούς* της θεοφιλούς του θεοφιλούς
    αιτιατική τον θεοφιλή τη θεοφιλή το θεοφιλές
     κλητική θεοφιλή(ς) θεοφιλής θεοφιλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοφιλείς οι θεοφιλείς τα θεοφιλή
      γενική των θεοφιλών των θεοφιλών των θεοφιλών
    αιτιατική τους θεοφιλείς τις θεοφιλείς τα θεοφιλή
     κλητική θεοφιλείς θεοφιλείς θεοφιλή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοφιλής < αρχαία ελληνική θεοφιλής < θεός + φίλος

  Επίθετο επεξεργασία

θεοφιλής

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / θεοφιλής τὸ θεοφιλές
      γενική τοῦ/τῆς θεοφιλοῦς τοῦ θεοφιλοῦς
      δοτική τῷ/τῇ θεοφιλεῖ τῷ θεοφιλεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν θεοφιλ τὸ θεοφιλές
     κλητική ! θεοφιλές θεοφιλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θεοφιλεῖς τὰ θεοφιλ
      γενική τῶν θεοφιλῶν τῶν θεοφιλῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς θεοφιλέσ(ν) τοῖς θεοφιλέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς θεοφιλεῖς τὰ θεοφιλ
     κλητική ! θεοφιλεῖς θεοφιλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θεοφιλεῖ τὼ θεοφιλεῖ
      γεν-δοτ τοῖν θεοφιλοῖν τοῖν θεοφιλοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοφιλής < θεός + φιλέω (< φίλος)

  Επίθετο επεξεργασία

θεοφιλής, -ής, -ές