θεοφίλητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεοφίλητος < ελληνιστική κοινή θεοφίλητος
Επίθετο επεξεργασία
θεοφίλητος
- (λόγιο) άλλη μορφή του θεοφιλής
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεοφίλητος
|
θεοφίλητος
|