ηλεκτρικό κύκλωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ηλεκτρικό κύκλωμα | τα | ηλεκτρικά κυκλώματα |
γενική | του | ηλεκτρικού κυκλώματος | των | ηλεκτρικών κυκλωμάτων |
αιτιατική | το | ηλεκτρικό κύκλωμα | τα | ηλεκτρικά κυκλώματα |
κλητική | ηλεκτρικό κύκλωμα | ηλεκτρικά κυκλώματα | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηλεκτρικό κύκλωμα : → δείτε τις λέξεις ηλεκτρικός και κύκλωμα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική circuit électrique
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ηλεκτρικό κύκλωμα ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλεκτρικό κύκλωμα