Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Διάφορες μορφές απλών πηνίων.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πηνίο τα πηνία
      γενική του πηνίου των πηνίων
    αιτιατική το πηνίο τα πηνία
     κλητική πηνίο πηνία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πηνίο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πηνίον (αδράχτι) < υποκοριστικό του πήνη (μίτος, μασούρι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πηνίο ουδέτερο

  • (ηλεκτρολογία) ηλεκτρικός αγωγός (συνήθως χάλκινο σύρμα) που έχει τυλιχτεί γύρω από έναν πυρήνα ή σε σχήμα κυλινδρικής σπείρας και όταν διαρρέεται από ρεύμα δημιουργεί μαγνητικό πεδίο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία