εὐπροσήγορος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εὐπροσήγορος < εὐ- + προσήγορος < προσ- + -ήγορος
Επίθετο επεξεργασία
εὐπροσήγορος, -ος, -ον, υπερθετικός : εὐπροσηγορώτατος
- ομιλητικός, καταδεκτικός, προσηνής, φιλοφρονητικός, αβρός, ευγενικός
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἱππόλυτος, 95
- ἐν δ᾽ εὐπροσηγόροισίν ἐστί τις χάρις;
- Κι οι καλομίλητοι άνθρωποι αγαπιούνται;
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης @greek-language.gr
- ἐν δ᾽ εὐπροσηγόροισίν ἐστί τις χάρις;
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Ισοκράτης, Πρὸς Δημόνικον, 20 @scaife.perseus
- τῷ μὲν τρόπῳ γίγνου φιλοπροσήγορος, τῷ δὲ λόγῳ εὐπροσήγορος. ἔστι δὲ φιλοπροσηγορίας μὲν τὸ προσφωνεῖν τοὺς ἀπαντῶντας, εὐπροσηγορίας δὲ τὸ τοῖς λόγοις αὐτοῖς οἰκείως ἐντυγχάνειν.
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἄλκηστις , 773-775
- οὗτος, τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις; | οὐ χρὴ σκυθρωπὸν τοῖς ξένοις τὸν πρόσπολον | εἶναι, δέχεσθαι δ᾽ εὐπροσηγόρῳ φρενί.
- Ε, τί όψη σοβαρή ειν᾽ αυτή κι όλο έγνοιες; | Στους ξένους γλυκομίλητοι κι όχι έτσι | κατσούφηδες οι δούλοι πρέπει να είναι.
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου @greek-language.gr
- οὗτος, τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις; | οὐ χρὴ σκυθρωπὸν τοῖς ξένοις τὸν πρόσπολον | εἶναι, δέχεσθαι δ᾽ εὐπροσηγόρῳ φρενί.
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἱππόλυτος, 95
Παράγωγα επεξεργασία
- εὐπροσηγορία
- εὐπροσηγόρως (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις προσήγορος, πρός και ἀγορά
Πηγές επεξεργασία
- εὐπροσήγορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐπροσήγορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.