Δείτε επίσης: ευπροσηγορία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐπροσηγορί αἱ εὐπροσηγορίαι
      γενική τῆς εὐπροσηγορίᾱς τῶν εὐπροσηγοριῶν
      δοτική τῇ εὐπροσηγορί ταῖς εὐπροσηγορίαις
    αιτιατική τὴν εὐπροσηγορίᾱν τὰς εὐπροσηγορίᾱς
     κλητική ! εὐπροσηγορί εὐπροσηγορίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐπροσηγορί
γεν-δοτ τοῖν  εὐπροσηγορίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐπροσηγορία < εὐπροσήγορος < (εὖ) εὐ- + προσήγορος < πρός (προσ-) + ἀγορεύω < ἀγορά < ἀγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ger- (μαζεύω, συγκεντρώνω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εὐπροσηγορία θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία