Δείτε επίσης: εὔρωστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύρωστος η εύρωστη το εύρωστο
      γενική του εύρωστου της εύρωστης του εύρωστου
    αιτιατική τον εύρωστο την εύρωστη το εύρωστο
     κλητική εύρωστε εύρωστη εύρωστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύρωστοι οι εύρωστες τα εύρωστα
      γενική των εύρωστων των εύρωστων των εύρωστων
    αιτιατική τους εύρωστους τις εύρωστες τα εύρωστα
     κλητική εύρωστοι εύρωστες εύρωστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εύρωστος < αρχαία ελληνική εὔρωστος < εὖ + ῥώννυμι / ῥωννύω

  Επίθετο επεξεργασία

εύρωστος, -η, -ο

  1. γερός, υγιής, δυνατός
    Ο αρσενικός λαγός έχει πιο χονδρό κεφάλι, τα πόδια πιο μακριά και στο σύνολο είναι πιο εύρωστος από τον θηλυκό. (*)
  2. (μεταφορικά) ακμαίος
    Μέσα στα τελευταία 40 χρόνια η ελληνική χρυσοχοΐα κατόρθωσε να γίνει ένας εύρωστος κλάδος της εθνικής μας οικονομίας. Από χίλιους εργαζόμενους το 1957 έφθασε σήμερα να απασχολεί πενήντα χιλιάδες (50.000). (*)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία