Δείτε επίσης: Κλάδος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλάδος οι κλάδοι
      γενική του κλάδου των κλάδων
    αιτιατική τον κλάδο τους κλάδους
     κλητική κλάδε κλάδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλάδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλάδος < κλάω. Για τις νεότερες επιστημονικές σημασίες, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική branche [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkla.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλά‐δος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλάδος αρσενικό

  1. (βοτανική) κλαδί
     συνώνυμα: κλωνάρι
  2. (μεταφορικά) αυτόνομο τμήμα ενός συνόλου
  3. (κοινωνιολογία) σύνολο επαγγελματιών με συναφές αντικείμενο εργασίας
  4. (πληροφορική) branch:
    1. (σε εκτελέσιμο κώδικα) η ομάδα εντολών (block) που εκτελείται μετά από μία υποθετική εντολή (conditional statement)
    2. (σε σύστημα ελέγχου εκδόσεων) η αποκοπή πηγαίου κώδικα για περαιτέρω ανάπτυξη χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να παρεισφρήσουν λάθη στο δοκιμασμένο, αξιόπιστο και ενδεχομένως σε λειτουργία συνολικό λογισμικό
     συνώνυμα: διακλάδωση
 
Στην υποθετική εντολή IF, αν η συνθήκη A είναι αληθής (true) εκτελείται ο κλάδος κώδικα B, αλλιώς ο C

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία