Δείτε επίσης: εὐτυχία, Ευτυχία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευτυχία οι ευτυχίες
      γενική της ευτυχίας των ευτυχιών
    αιτιατική την ευτυχία τις ευτυχίες
     κλητική ευτυχία ευτυχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευτυχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐτυχία < εὐτυχής. Μορφολογικά αναλύεται σε εὖ (ευ-) + τύχ(η) + -ία.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ftiˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐τυ‐χί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευτυχία θηλυκό

  1. κατάσταση ευφορίας και ψυχοσωματικής ικανοποίησης που πηγάζει από την επίτευξη κάποιων στόχων
  2. καλή τύχη, καλοτυχία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τους όρους ευτυχής, ευ- και τύχη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία