εταιρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εταιρικός < ελληνιστική κοινή ἑταιρικός(2,3) < αρχαία ελληνική ἑταιρικός(1) < ἑταιρία / ἑταιρεία
Επίθετο επεξεργασία
εταιρικός
- που έχει σχέση με εταιρεία / εταιρία, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (σπάνιο) που έχει σχέση με εταίρα ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ιστορία) (Μακεδονία) που έχει σχέση με εταίρους