Δείτε επίσης: ἐπόπτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επόπτης οι επόπτες
      γενική του επόπτη των εποπτών
    αιτιατική τον επόπτη τους επόπτες
     κλητική επόπτη επόπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
επόπτης σε αγώνα ποδοσφαίρου

  Ετυμολογία επεξεργασία

επόπτης < αρχαία ελληνική ἐπόπτης < ἐφοράω / ἐφορῶ < ἐπί + ὁράω / ὁρῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inspecteur)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επόπτης αρσενικό (θηλυκό: επόπτρια)

  1. (επάγγελμα) πρόσωπο που ασκεί την εποπτεία χώρου ή διαδικασίας, που εποπτεύει
  2. (στρατιωτικός όρος) ο ανώτερος ιεραρχικά αξιωματικός που φροντίζει για την ασφάλεια και τη διοίκηση ενός στρατοπέδου για κάποιο χρονικό διάστημα
  3. (αθλητισμός, επάγγελμα) (ποδόσφαιρο) βοηθός διαιτητή που εποπτεύει αν η μπάλα βγήκε έξω από τις πλαϊνές γραμμές του γηπέδου και συνδράμει γενικά το έργο του διαιτητή
     συνώνυμα: λάινσμαν

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία