επιτηδευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιτηδευμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιτετηδευμένος (μετοχή παθητικού παρακειμένου ἐπιτηδεύομαι (εξασκημένος με τέχνη και όχι από τη φύση του) χωρίς τον αναδιπλασιασμό[1] → δείτε επιτηδεύομαι, ρήμα στην παθητική φωνή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.ti.ðevˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐τη‐δευ‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
επιτηδευμένος -η, ο
- που έχει συμπεριφορά ή ύφος προσεγμένο σε υπερβολικό βαθμό
- που είναι ψεύτικος με τρόπο συγκαλυμμένο, χωρίς γνησιότητα
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη επιτήδειος
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιτηδευμένος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ επιτηδευμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας