Δείτε επίσης: ἐπισκοπῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επισκοπώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπισκοπῶ[1] < σκοπέω / σκοπῶ

  Ρήμα επεξεργασία

επισκοπώ (παθητική φωνή: επισκοπούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία