Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντομία οι συντομίες
      γενική της συντομίας των συντομιών
    αιτιατική τη συντομία τις συντομίες
     κλητική συντομία συντομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντομία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντομία & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική brièveté[1] Μορφολογικά αναλύεται σε σύντομ(ος) + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συντομία θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σύντομος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συντομί αἱ συντομίαι
      γενική τῆς συντομίᾱς τῶν συντομιῶν
      δοτική τῇ συντομί ταῖς συντομίαις
    αιτιατική τὴν συντομίᾱν τὰς συντομίᾱς
     κλητική ! συντομί συντομίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συντομί
γεν-δοτ τοῖν  συντομίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντομία < σύντομ(ος) + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συντομία θηλυκό

  1. βραχυλογία, σύντομος λόγος
  2. (ελληνιστική κοινή, για μουσική) απλότητα

  Πηγές επεξεργασία