Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισκόπηση οι επισκοπήσεις
      γενική της επισκόπησης* των επισκοπήσεων
    αιτιατική την επισκόπηση τις επισκοπήσεις
     κλητική επισκόπηση επισκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επισκόπηση < αρχαία ελληνική ἐπισκόπησις < ἐπισκοπέω / ἐπισκοπῶ < σκοπέω / σκοπῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speḱ-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επισκόπηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία