Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επαρχιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επαρχιακ
ός
η
επαρχιακ
ή
το
επαρχιακ
ό
γενική
του
επαρχιακ
ού
της
επαρχιακ
ής
του
επαρχιακ
ού
αιτιατική
τον
επαρχιακ
ό
την
επαρχιακ
ή
το
επαρχιακ
ό
κλητική
επαρχιακ
έ
επαρχιακ
ή
επαρχιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επαρχιακ
οί
οι
επαρχιακ
ές
τα
επαρχιακ
ά
γενική
των
επαρχιακ
ών
των
επαρχιακ
ών
των
επαρχιακ
ών
αιτιατική
τους
επαρχιακ
ούς
τις
επαρχιακ
ές
τα
επαρχιακ
ά
κλητική
επαρχιακ
οί
επαρχιακ
ές
επαρχιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επαρχιακός
<
επαρχία
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
επαρχιακός
που έχει
σχέση
με την
επαρχία
, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Άλλες μορφές
επεξεργασία
επαρχιώτικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επαρχιακός
αγγλικά
:
rural
(en)
,
folksy
(en)
,
non-metropolitan
(en)
γαλλικά
:
provincial
(fr)