Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαρχιώτικος η επαρχιώτικη το επαρχιώτικο
      γενική του επαρχιώτικου της επαρχιώτικης του επαρχιώτικου
    αιτιατική τον επαρχιώτικο την επαρχιώτικη το επαρχιώτικο
     κλητική επαρχιώτικε επαρχιώτικη επαρχιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαρχιώτικοι οι επαρχιώτικες τα επαρχιώτικα
      γενική των επαρχιώτικων των επαρχιώτικων των επαρχιώτικων
    αιτιατική τους επαρχιώτικους τις επαρχιώτικες τα επαρχιώτικα
     κλητική επαρχιώτικοι επαρχιώτικες επαρχιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαρχιώτικος < επαρχιώτης + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

επαρχιώτικος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία