επαίσχυντος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαίσχυντος < αρχαία ελληνική ἐπαισχύνομαι + -τος < ἐπί + αἰσχύνομαι
Επίθετο επεξεργασία
επαίσχυντος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- επαίσχυντα
- → δείτε τις λέξεις επί και αισχύνη
επαίσχυντος, -η, -ο