Δείτε επίσης: αἰσχύνη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αισχύνη οι αισχύνες
      γενική της αισχύνης των αισχυνών
    αιτιατική την αισχύνη τις αισχύνες
     κλητική αισχύνη αισχύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισχύνη < αρχαία ελληνική αἰσχύνη < αἰσχύνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈsçi.ni/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αισχύνη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  1. αίσχος
  2. καταισχύνη
  3. όνειδος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία