εξημερωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξημερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξημερώνω
Μετοχή επεξεργασία
εξημερωμένος, -η, -ο
- που έχει εξημερωθεί, που έχει γίνει πιο ήπιος ή που υπακούει σε ανθρώπινες εντολές ή/και έλεγχο ή που ζει δίπλα στον άνθρωπο
- αυτός που ήταν άγριος και έγινε ήμερος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξημερωμένος