Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ήπιος η ήπια το ήπιο
      γενική του ήπιου της ήπιας του ήπιου
    αιτιατική τον ήπιο την ήπια το ήπιο
     κλητική ήπιε ήπια ήπιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ήπιοι οι ήπιες τα ήπια
      γενική των ήπιων των ήπιων των ήπιων
    αιτιατική τους ήπιους τις ήπιες τα ήπια
     κλητική ήπιοι ήπιες ήπια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ήπιος < αρχαία ελληνική ἤπιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.pi.os/

  Επίθετο επεξεργασία

ήπιος, -α, -ο

  1. που δεν χαρακτηρίζεται από ή δεν προκαλεί πολύ έντονες ή ακραίες αντιδράσεις
    ήπιος άνθρωπος
    ήπια μέτρα (όχι σκληρά)
    ήπιος αυτισμός
  2. που δεν έχει ένα (αρνητικό) χαρακτηριστικό σε υψηλό βαθμό
    ήπιος χειμώνας (που δεν χαρακτηρίζεται από πολύ κρύο και δεν έχει ακραία καιρικά φαινόμενα)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία