Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενορατικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐνορατικός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενορατικ
ός
η
ενορατικ
ή
το
ενορατικ
ό
γενική
του
ενορατικ
ού
της
ενορατικ
ής
του
ενορατικ
ού
αιτιατική
τον
ενορατικ
ό
την
ενορατικ
ή
το
ενορατικ
ό
κλητική
ενορατικ
έ
ενορατικ
ή
ενορατικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενορατικ
οί
οι
ενορατικ
ές
τα
ενορατικ
ά
γενική
των
ενορατικ
ών
των
ενορατικ
ών
των
ενορατικ
ών
αιτιατική
τους
ενορατικ
ούς
τις
ενορατικ
ές
τα
ενορατικ
ά
κλητική
ενορατικ
οί
ενορατικ
ές
ενορατικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενορατικός
<
ενόραση
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
ενορατικός
που έχει
σχέση
με την
ενόραση
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
ενορατικά
→
δείτε
τις λέξεις
ενόραση
,
εν
και
ορώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενορατικός
γαλλικά
:
intuitif
(fr)