Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενόραση οι ενοράσεις
      γενική της ενόρασης* των ενοράσεων
    αιτιατική την ενόραση τις ενοράσεις
     κλητική ενόραση ενοράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενοράσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενόραση < ελληνιστική κοινή ἐνόρασις ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Εinsicht)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενόραση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία