intuitif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɥi.tif/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intuitif | intuitifs |
θηλυκό | intuitive | intuitives |
intuitif (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intuitif | intuitifs |
θηλυκό | intuitive | intuitives |
intuitif (fr) αρσενικό