ενδοσυνεδριακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδοσυνεδριακός < ενδο- + συνεδριακός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /en.ðo.si.ne.ðɾi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δο‐συ‐νε‐δρι‐α‐κός
Επίθετο επεξεργασία
ενδοσυνεδριακός, -ή. -ό
- (νεολογισμός) που συμβαίνει κατά τη διάρκεια μιας (χρηματιστηριακής) συνεδρίασης
- ※ Θετικά υποδέχτηκαν οι αμερικανικές αγορές τα στοιχεία για την απροσδόκητα ισχυρή δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης στην αγορά εργασίας των ΗΠΑ το Φεβρουάριο, με τον S&P να καταγράφει νέο ενδοσυνεδριακό ρεκόρ στις 1.877 μονάδες. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
- ενδοσυνεδριακά
- → δείτε τις λέξεις ένδον, συνέδριο και έδρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδοσυνεδριακός
|