Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελευθεροκοινωνία οι ελευθεροκοινωνίες
      γενική της ελευθεροκοινωνίας των ελευθεροκοινωνιών
    αιτιατική την ελευθεροκοινωνία τις ελευθεροκοινωνίες
     κλητική ελευθεροκοινωνία ελευθεροκοινωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελευθεροκοινωνία < ελεύθερος + -ο- + κοινωνία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pratique)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελευθεροκοινωνία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία