ελευθεροκοινωνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελευθεροκοινωνία θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η ελευθερία που λαμβάνουν οι επιβάτες πλοίου να αποβιβαστούν σε λιμάνι, μετά από σχετική άδεια των λιμενικών υγειονομικών αρχών