Δείτε επίσης: ἄδεια, αδειά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άδεια οι άδειες
      γενική της άδειας των αδειών
    αιτιατική την άδεια τις άδειες
     κλητική άδεια άδειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

άδεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄδεια, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική permission, permis, licence [1]

  Προφορά 1 επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.ði.a/ χωρίς συνίζηση
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐δει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άδεια θηλυκό

  1. η συμφωνία, η συγκατάνευση ώστε κάποιος να προχωρήσει σε μια ενέργεια
  2. κρατικό έγγραφο που επιτρέπει στον κάτοχό του να ασκήσει ένα επάγγελμα ή να οδηγήσει ένα όχημα
  3. η παραχώρηση του δικαιώματος να απουσιάσει κάποιος από τη δουλειά του ή την υπηρεσία του
  4. το χρονικό διάστημα των διακοπών
  5. (πληροφορική) permission: για χρήστες και αρχεία:
    1. το δικαίωμα χρήστη
    2. ο χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε ένα αρχείο για το ποια κατηγορία χρηστών μπορεί να το διαβάσει, γράψει ή εκτελέσει

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

άδεια: κλιτικός τύπος

  Προφορά 2 επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.ðʝa/ με συνίζηση
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐δεια
τονικό παρώνυμο: αδειά

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

άδεια

  Αναφορές επεξεργασία