εκφορητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκφορητικός < αρχαία ελληνική ἐκφορέω / ἐκφορῶ + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
εκφορητικός
- (ιατρική) που περνάει κάτι μέσα απ’ αυτόν (π.χ. αγωγό) και παροχετεύεται προς τα έξω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φέρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκφορητικός
|