Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπλήσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκπλήσσω και ἐκπλήττω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ekˈpli.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐πλήσ‐σω

  Ρήμα επεξεργασία

εκπλήσσω και εκπλήττω , πρτ.: εξέπλησσα, στ.μέλλ.: θα εκπλήξω, αόρ.: εξέπληξα, παθ.φωνή: εκπλήσσομαι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία