flabbergast
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | flabbergast |
γ΄ ενικό ενεστώτα | flabbergasts |
αόριστος | flabbergasted |
παθητική μετοχή | flabbergasted |
ενεργητική μετοχή | flabbergasting |
ενεστώτας | flabbergast |
γ΄ ενικό ενεστώτα | flabbergasts |
αόριστος | flabbergasted |
παθητική μετοχή | flabbergasted |
ενεργητική μετοχή | flabbergasting |