δοξαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δοξαστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δοξαστικός (αρχαία σημασία: που δημιουργεί γνώμη)[1] < δοξάζω < δόξα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðo.ksa.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐ξα‐στι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
δοξαστικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δοξαστικός, -ή, -όν
- που δημουργεί γνώμη
- γεμάτος ιδέες
- (ελληνιστική σημασία) δοξαστικός
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- δοξαστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ δοξαστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ δοξαστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας