δόξασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δόξασμα < αρχαία ελληνική δόξασμα < δοξάζω < δόξα
Ουσιαστικό επεξεργασία
δόξασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του δοξάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
δόξασμα
|
δόξασμα ουδέτερο
|