Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διχασμός οι διχασμοί
      γενική του διχασμού των διχασμών
    αιτιατική τον διχασμό τους διχασμούς
     κλητική διχασμέ διχασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διχασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διχασμός < αρχαία ελληνική διχάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.xaˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐χα‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διχασμός αρσενικό

  1. χώρισμα σε δύο
  2. (μεταφορικά) διχογνωμία, διφωνία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διχάζω, δίχα και δις

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διχασμός οἱ διχασμοί
      γενική τοῦ διχασμοῦ τῶν διχασμῶν
      δοτική τῷ διχασμ τοῖς διχασμοῖς
    αιτιατική τὸν διχασμόν τοὺς διχασμούς
     κλητική ! διχασμέ διχασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διχασμώ
γεν-δοτ τοῖν  διχασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διχασμός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διχάζω, διχασ- + -μός < → δείτε τις λέξεις δίχα και δίς


  Πηγές επεξεργασία