Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαφωτίζω < (ελληνιστική κοινήδιαφωτίζω < διά + αρχαία ελληνική φωτίζω < φάος / φῶς < πρωτοελληνική *pʰáos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰéh₂os < *bʰeh₂- (φωτίζω, λάμπω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.foˈti.zo/ & /ðʝa.foˈti.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

διαφωτίζω (παθητική φωνή: διαφωτίζομαι)

  1. ενημερώνω κάποιον για κάποιο θέμα που δεν γνωρίζει καλά
  2. (ειρωνικό) παραπληροφορώ κάποιον ή δεν του προσφέρω επαρκείς εξηγήσεις ή γνώσεις

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία