Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαφωτιστής οι διαφωτιστές
      γενική του διαφωτιστή των διαφωτιστών
    αιτιατική τον διαφωτιστή τους διαφωτιστές
     κλητική διαφωτιστή διαφωτιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαφωτιστής (1,2) < διαφωτίζω + -της
διαφωτιστής (3) < Διαφωτισμός + -της

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.fo.tiˈstis/ & /ðʝa.fo.tiˈstis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαφωτιστής αρσενικό (θηλυκό: διαφωτίστρια)

  1. αυτός που διαφωτίζει
  2. (πολιτική) ιδεολογικός προπαγανδιστής του κομουνιστικού κόμματος
  3. εκπρόσωπος του Διαφωτισμού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία